-
1 καταφορτίζω
A load heavily,ὄνους τοῖς ἐπιτηδείοις J.AJ7.9.3
([voice] Pass.): metaph., weigh down,τὰν ψυχὰν κακοῖς Hipparch.
ap. Stob.4.44.81; weary, burden,τινὰς τοῖς Πλάτωνος λόγοις Jul.Or.2.69b
; of financial burdens,κ. τὸ δημόσιον χρέεσι Just.Nov. 148
Praef. ([voice] Pass.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταφορτίζω
См. также в других словарях:
καταφορτίζω — (Α) (επιτ. τ. τού φορτίζω) 1. φορτώνω βαριά, καταφορτώνω 2. μτφ. βαρύνω πολύ, καταβαρύνω («καταφορτίζειν τὰν ψυχὰν κακοῑς», Ίππαρχ.) 3. μτφ. (για χρέη) επιβαρύνω («καταφορτίζεσθαι τὸ δημόσιον χρέεσι», Ιουστινιαν.) 4. μτφ. ενοχλώ («καταφορτίζειν… … Dictionary of Greek